- πραγματοκόπος
- ό, Ααυτός που αναμιγνύεται σε πολλές υποθέσεις, που ασχολείται με πολλά πράγματα, πολυπράγμονας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -κόπος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραγματοκοπώ — έω, Α [πραγματοκόπος] 1. ασχολούμαι με πολλά πράγματα, είμαι πολυάσχολος, δραστήριος 2. προκαλώ στάσεις και αναταραχές, είμαι ραδιούργος … Dictionary of Greek